ὑπόβακχος — under the influence of Bacchus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβακχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια τού Βάκχου, ενθουσιώδης, φρενιτιώδης, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βάκχος] … Dictionary of Greek